- οὐράνιος
- -ος,-ον + A 0-0-0-1-7=8 DnTh 4,26(23); 1 Ezr 6,14; 2 Mc 7,34; 9,10; 3 Mc 6,18heavenly, dwelling in heaven 1 Ezr 6,14; of heaven, in heaven 2 Mc 9,10→TWNT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
οὐράνιος — heavenly masc nom sg οὐράνιος heavenly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐράνιος — heavenly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουράνιος — α, ο (ΑΜ ουράνιος, ία ον, θηλ. και ος) [ουρανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό ή αυτός που βρίσκεται στον ουρανό ή αυτός που προέρχεται από τον ουρανό (α. «ουράνια φαινόμενα» τα φαινόμενα τα οποία εξελίσσονται στον ουρανό β. «φυτὸν… … Dictionary of Greek
ουράνιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό, που συμβαίνει στον ουρανό, που προέρχεται από τον ουρανό: Ουράνια σώματα. – Ουράνια φαινόμενα. 2. ως ουσ., ουράνια, τα η έκταση του ουρανού, ουράνια περιοχή, ο ουρανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὐρανίω — οὐράνιος heavenly masc/neut nom/voc/acc dual οὐράνιος heavenly masc/neut gen sg (doric aeolic) οὐράνιος heavenly masc/fem/neut nom/voc/acc dual οὐράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίως — οὐράνιος heavenly adverbial οὐράνιος heavenly masc acc pl (doric) οὐράνιος heavenly adverbial οὐράνιος heavenly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐράνιον — οὐράνιος heavenly masc acc sg οὐράνιος heavenly neut nom/voc/acc sg οὐράνιος heavenly masc/fem acc sg οὐράνιος heavenly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίων — οὐράνιος heavenly fem gen pl οὐράνιος heavenly masc/neut gen pl οὐράνιος heavenly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίοιο — οὐράνιος heavenly masc/neut gen sg (epic) οὐράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίοις — οὐράνιος heavenly masc/neut dat pl οὐράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίοισι — οὐράνιος heavenly masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) οὐράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)